- αυτεξούσιος
- -α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) [εξουσία]1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογήςνεοελλ.1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα2. κραταιός, ισχυρόςαρχ.-μσν.επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου2. αυθαίρεταμσν.1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών τουαρχ.1. απόλυτος («αὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.
Dictionary of Greek. 2013.